Οι ξεχασμένοι του κέντρου
Πολύ συχνά, σχεδόν καθημερινά, περνώ οδηγώντας από το σημείο εκείνο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Εκεί που βρίσκεται το παλιό γήπεδο του Παναθηναϊκού, ενώ απέναντι δεσπόζει το δικαστικό μέγαρο, το νοσοκομείο Άγιος Σάββας και ανάμεσά τους ένα κτίριο που νομίζεις ότι είναι εγκαταλειμμένο, μέχρι να ρίξεις τη δεύτερη ματιά σου και να συλλάβεις το μέγεθος της ζωής που στεγάζει. Παιδιά που παίζουν, οικογένειες που μπαινοβγαίνουν από τις ετοιμόρροπες πόρτες, μετανάστες, άστεγοι που έχουν στήσει αυτοσχέδια παραπήγματα τριγύρω.
Όλα αυτά παρατήρησα όταν αποβιβάστηκα και αποφάσισα πεζός για πρώτη φορά στη ζωή μου, να εξερευνήσω το χώρο πια, τα προσφυγικά της Αλεξάνδρας. Ωθούμενος από την περιέργεια τόσων χρόνων αλλά και με αφορμή την ευκαιρία να κάνω λίγο πιο γνωστό το θέμα των “ξεχασμένων του κέντρου” μέσω του περιοδικού “Σχεδία”. Ήθελα λοιπόν πολύ μία δυνατή φωτογραφία για το φωτογραφικό δισέλιδο “Εστιάζω” του περιοδικού, με την επιμέλεια του οποίου είχα επιφορτιστεί.
Περιπλανήθηκα για ώρα ανάμεσα σε χορταριασμένους τοίχους, κάτω από μπαλκόνια που σου έδιναν την εντύπωση ότι μπορεί να γκρεμιστούν με τον πρώτο δυνατό άνεμο και υπό τα περίεργα βλέμματα κατοίκων και λιγοστών περαστικών που αντιμετώπιζαν ενστικτωδώς την περιέργεια του προσώπου μου και την φωτογραφική μου μηχανή, ως εισβολείς στο χώρο τους. Η δυνατή φωτογραφία που έψαχνα ήταν μέσα μου, ήταν η σύνθεση όλων των εικόνων που περνούσαν από τα μάτια μου περπατώντας ξανά και ξανά γύρω από τα προσφυγικά. Η αύρα που δίνει ο χώρος στο φωτογράφο αλλά και στον απλό επισκέπτη είναι τόσο έντονη, σα να ακούς ήχους από διάφορα μέρη του κόσμου και φωνές σε διάφορες γλώσσες, ακόμα κι αν δε μιλά πραγματικά κανείς.
Είδα άπορους, ανήμπορους ανθρώπους, Ασιάτες, Αφρικανούς αλλά και Βαλκάνιους, Τσιγγάνους, υπερήλικες. Είδα όμως και ανθρώπους της διπλανής μας πόρτας, Έλληνες, αρτιμελείς, με οικογένειες ή και μόνους. Το μεσημέρι τους έδειχνε να είναι εντελώς φυσιολογικό κι ας ζουν σε αυτά τα κτίρια που στέκονται εκεί από το 1935 περίπου. Ας έχουν σπασμένα παράθυρα τα σπίτια τους κι ας είναι ανοιχτές μόνιμα οι υποτυπώδεις εξώπορτες, με όποιο κίνδυνο αυτό συνεπάγεται για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Δεν είναι ο υπόκοσμος, είμαστε εμείς οι ίδιοι που ζούμε εκεί.
Αυτό το συμπέρασμα με κάνει να αναρωτιέμαι ακόμα περισσότερο για ποιο λόγο το κράτος, η πολιτεία και οι φορείς έχουν ρίξει στον Καιάδα όσους ζουν εκεί, προφανώς επειδή δεν έχουν τη δυνατότητα να κατοικήσουν αλλού. Containers και πλινθόκτιστα στα οποία μπορείς ακόμα να διακρίνεις τις τρύπες από τις σφαίρες των Δεκεμβριανών του 1944, γίνονται φωλιές ονείρων παιδιών σαν τα δικά μας και νέων όπως εμείς. Και μάλιστα, στο κέντρο της πρωτεύουσας…
Μετά τους κύκλους που έκανα, αποφάσισα να σηκώσω τη μηχανή και να αρχίσω να μαζεύω εικόνες. Δεν πρόλαβα να τραβήξω όσες φωτογραφίες ήθελα για να δώσω ολοκληρωμένη αυτή την αύρα του χώρου που περιέγραψα παραπάνω. Ο φρουρός του δικαστικού μεγάρου με πλησίασε, με ρώτησε για ποιο λόγο φωτογραφίζω και μου ζήτησε ευγενικά να απομακρυνθώ, καθώς “τόσες κάμερες και τόσοι φρουροί βλέπουν ότι φωτογραφίζω και δεν είναι σωστό”.
Κωστής Μπακόπουλος
Χρόνια τα έβλεπα και εγώ…αλλά οι γονείς μου απέφευγαν να μου πουν πολλά πράγματα, όχι για να μη μάθω αλλά επειδή πονούσε τον πατέρα μου, πρόσφυγας και αυτός από την Κύπρο…Ωραίο όμως σαν project για να θυμηθούν ξανά οι άνθρωποι ότι κάποτε και οι ίδιοι οι Έλληνες υπήρξαν πρόσφυγες και μετανάστες ακόμα και μέσα στην ίδια τους τη χώρα και όχι μόνο αυτοί που έχουν έρθει τώρα…nice!